- Ἰάδος
- Ἰάςthe Ionian flowerfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ВИАДУС — • Viadus (Viadrus), Ου̉ίαδος, река в Германии, впадавшая в Балтийское море на западе от реки Вистулы; без сомнения, нынешний Одер … Реальный словарь классических древностей
Τριτωνιάς — άδος, ἡ, Α η Τριτωνίς* λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτων, ωνος + κατάλ. ιάς, ιάδος (πρβλ. οὐραν ιάς)] … Dictionary of Greek
Φώκαια — Η βορειότερη από τις ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, η οποία ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση τον 8o αι. π.Χ. από Φωκαείς και Αθηναίους αποίκους, σε έδαφος που είχε παραχωρήσει η αιολική Κύμη. Γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την αρχαϊκή εποχή και… … Dictionary of Greek
ασιάς — ἀσιάς ( ιάδος) και ἀσίς ( ίδος), η (Α) 1. ασιατική 2. ως ουσ. ασιατική άρπα … Dictionary of Greek
λεχώος — α, ο (Α λεχώϊος, ον, θηλ. και λεχωϊάς) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο τής λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» λεχώνα, Νόνν. β. «λεχώϊα δῶρα» τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον ο τόπος… … Dictionary of Greek
τευθιάς — άδος, ἡ, Α τευθίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τευθίς* με επίθημα ιάς, ιάδος (πρβλ. νησ ιάς, ποντ ιάς)] … Dictionary of Greek
υποθυμιάς — άδος, ἡ, Α ὑποθυμίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού ὑποθυμίς*, κατά τα θηλ. σε ιάς, ιάδος] … Dictionary of Greek
χειρωνιάς — άδος, ἡ, Μ ονομασία είδους τού φυτού κενταύριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χείρων, ωνος + κατάλ. ιάς, ιάδος (πρβλ. λειμων ιάς)] … Dictionary of Greek
Ναιάδος — Νᾱϊάδος , Ναιάς Naiad fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)